-
1 υπηρετώ
(ε) 1. αμετ. служить, быть на службе;πού υπηρετείς; — где ты служишь?;
υπηρετώ (ως) γραμματεύς — служить секретарём;
υπηρετώ στο στρατό — служить в армии;
2. μετ. служить (кому-чему-л.); быть в услужении (у кого-л.);υπηρετ τό λαό (την πατρίδα) — служить народу (родине);
υπηρετώ τη θητεία μου — служить свой срок (в армии)
-
2 ναυτικό(ν)
το морской флот;εμπορικό ναυτικό(ν) — торговый флот;
πολεμικό ναυτικό(ν) — военно-морской флот;
υπηρετώ στο ναυτικό(ν) — служить во флоте
-
3 ναυτικό(ν)
το морской флот;εμπορικό ναυτικό(ν) — торговый флот;
πολεμικό ναυτικό(ν) — военно-морской флот;
υπηρετώ στο ναυτικό(ν) — служить во флоте
-
4 στρατός
ο армия, вооружённые силы, войско, войска;τακτικός ( — или μόνιμος) στρατός — регулярная армия;
στρατός της ξηράς — сухопутные войска;
υπηρετώ στο στρατό — служить в армии
См. также в других словарях:
τάσσω — ΝΜΑ, και αττ. τ. τάττω Α 1. βάζω, τοποθετώ σε κατάλληλη θέση 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) τεταγμένος, η, ο και μόνο στη νεοελλ. και ταγμένος, η, ο α) τοπ. ο παρατεταγμένος β) χρον. ο καθορισμένος από πριν, προδιαγεγραμμένος νεοελλ. 1. ορίζω … Dictionary of Greek
ιππεύω — (ΑΜ ἱππεύω) [ιππεύς] ανεβαίνω σε άλογο, είμαι έφιππος, καβαλικεύω νεοελλ. 1. κάνω ιππασία, πηγαίνω καβάλα 2. κάθομαι κάπου ιππαστί, καβαλικευτά αρχ. 1. είμαι ιππέας, έφιππος («ἱππεύειν καὶ τοξεύειν καὶ ἀληθίζεσθαι», Ηρόδ.) 2. (για λαούς) έχω τη… … Dictionary of Greek
στρατεύομαι — στρατεύτηκα, στρατευμένος 1. καλούμαι ή υπηρετώ στο στρατό: Δε στρατεύτηκε για λόγους υγείας. – Έκανε έκκληση στα στρατευμένα παιδιά της πατρίδας. 2. «στρατευμένη τέχνη», αυτή που υπηρετεί κατά κύριο λόγο κάποιο κοινωνικό ή πολιτικό σκοπό·… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δράμα — Όρος που υπό ευρεία έννοια αναφέρεται σε κάθε έργο που προορίζεται να παιχτεί στη σκηνή (τραγωδία, κωμωδία, φάρσα, θρησκευτική παράσταση κλπ.). Ο ορισμός αυτός, που έχει λόγια προέλευση και βασίζεται στην ετυμολογική σημασία του όρου,… … Dictionary of Greek
σερβίρω — Ν 1. παραθέτω φαγητά ή ποτά 2. βάζω φαγητό από την κατσαρόλα στα πιάτα 3. υπηρετώ ανθρώπους που γευματίζουν 4. (αθλ.) (ιδίως στο βόλεΰ, στο τένις και στο πινγκ πονγκ) κάνω σερβίς. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. servir < λατ. servio «υπηρετώ»] … Dictionary of Greek
ασπίδα — Αμυντικό όπλο το οποίο αποτελείται από έλασμα ποικίλου σχήματος, κατασκευασμένο από διάφορα υλικά και συγκρατούμενο με τον αριστερό βραχίονα για προστασία του πολεμιστή από τα εχθρικά όπλα. Κατ’ αναλογία λέγεται α. ή ασπίδιο και το χαλύβδινο… … Dictionary of Greek
Καποδίστριας, Ιωάννης — (Κέρκυρα 1776 – Ναύπλιο 1831). O πρώτος κυβερνήτης του νεοελληνικού κράτους (1828−31). H οικογένειά του, που καταγόταν από τη δαλματική πόλη Κάπο ντ’ Ίστρια και τα μέλη της είχαν πάρει τον τίτλο του κόμη (τον οποίο αναγνώρισαν αργότερα και οι… … Dictionary of Greek
προσεδρεύω — Α 1. κάθομαι, παραμένω κοντά σε κάποιον ή σε κάτι («πότερα κατ οἴκους ἢ προσεδρεύων πυρᾱ;», Ευρ.) 2. είμαι αφοσιωμένος σε κάποιον, τόν προσέχω («τῇ θεραπείᾳ τοῡ θεοῡ προσεδρεύειν», Ιώσ.) 3. βρίσκομαι στο πλευρό κάποιου, τόν φροντίζω 4. μένω… … Dictionary of Greek
στρατηγώ — στρατηγῶ, έω, ΝΜΑ, και δωρ. τ. στραταγῶ και αιολ. τ. στροταγῶ, έω, Α [στρατηγός] είμαι στρατηγός, διοικώ στράτευμα αρχ. 1. (γενικά) είμαι αρχηγός στρατεύματος ή στόλου 2. (ειδικά στην Αθήνα) έχω το αξίωμα τού στρατηγού 3. (με αιτ. προσ.) α)… … Dictionary of Greek
βαλανεύω — (Α) [βαλανεύς] 1. υπηρετώ, φροντίζω κάποιον στο λουτρό 2. φρ. «βαλανεύω τινὰ οἴνῳ» καταβρέχω κάποιον με κρασί … Dictionary of Greek
δρώ — (AM δρῶ, άω) 1. αναπτύσσω δράση, ενέργεια 2. επιδρώ 3. (η μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τα δρώμενα α) θεατρική παράσταση ή άλλο δημόσιο θέαμα β) θρησκευτικές τελετές αρχ. 1. πράττω, ενεργώ, κατορθώνω 2. προσφέρω θυσία, τελώ μυστικές ιεροτελεστίες 3. κάνω… … Dictionary of Greek